δυσάρμοστος
English (LSJ)
ον, ill-united, Id.Eum. 13; insecure, πύργος App. Mith.34.
Spanish (DGE)
-ον
1 desencajado, desbaratado πύργος App.Mith.34.
2 mal avenido πρὸς μὲν ἀλλήλους ... δυσάρμοστοι de tropas de diferente proveniencia, Plu.Eum.13.
3 téc. malo de encajar, malo para la carpintería ὅσα ... δυσαρμοστότερα τῶν ξύλων Anon.in EN 128.22.
German (Pape)
[Seite 676] schlecht verbunden; App. Mithrid. 84; uneinig, Plut. Eum. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
désuni, en désaccord.
Étymologie: δυσ-, ἁρμόττω.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάρμοστος: -ον, κακῶς ἡρμοσμένος, μὴ προσαρμοζόμενος, Πλούτ. Εὐμ. 13, Ἀππ. Μιθρ. 34.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσάρμοστος, -ον)
αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα
αρχ.
(για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.
Greek Monotonic
δυσάρμοστος: -ον (ἁρμόζω), όχι καλά συναρμοσμένος, ασύμφωνος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσάρμοστος: находящийся в разладе, ссорящийся (πρὸς ἀλλήλους βαρεῖς καὶ δυσάρμοστοι Plut.).
Middle Liddell
δυσ-άρμοστος, ον ἁρμόζω
ill-united, Plut.