εὔπλοια

From LSJ
Revision as of 19:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλοια Medium diacritics: εὔπλοια Low diacritics: εύπλοια Capitals: ΕΥΠΛΟΙΑ
Transliteration A: eúploia Transliteration B: euploia Transliteration C: eyploia Beta Code: eu)/ploia

English (LSJ)

poet. εὐ-οΐη, ἡ, A a fair voyage, εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ… ἐννοσίγαιος Il.9.362; εὔπλοιαν ἔπραξαν A.Supp. 1045 (lyr.); εὐπλοίας τυχών S.OT423, etc. (εὐπλοΐη is required by the metre in AP9.9 (Polyaen.), 107 (Leon. or Antip. Thess.), BMus.Inscr.1012 (Chalcedon); εὐπλωΐα Cat.Cod.Astr.2.169.) II Εὔπλοια, a name of Aphrodite, IGRom.3.921 (Cilicia), IPE1.94 (Olbia), Paus.1.1.3; on a lamp dedicated to Helioserapis, IG14.2405.48 (Puteoli). III dub. sens. in PCair.Zen.15r.40 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1089] ἡ, ion. u. ep. εὐπλοίη, auch εὐπλοΐη, Polyaen. 2 (IX, 9), gute, glückliche Schifffahrt, Il. 9, 362; Aesch. Suppl. 1030; Soph. Phil. 1451 O. R. 423; Ep. ad. 203 (App. 283); auch in sp. Prosa.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
heureuse navigation.
Étymologie: εὔπλοος.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλοια: ποιητ. εὐπλοΐη, ἡ, καλὸς πλοῦς, καλὸν ταξείδιον, εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ... ἐννοσίγαιος Ἰλ. Ι. 362· εὔπλοιαν ἔπραξαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046· εὐπλοίας τυχὼν Σοφ. Ο. Τ. 423, κτλ. Τὸν τύπον εὐπλοΐη ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Ἀνθ. Π. 9. 9 καὶ 107, παράρτ. 283, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν Ἰλ. (ἀλλὰ νεώτεραί τινες ἐκδόσεις ἔχουσιν εὐπλοΐην). ΙΙ. Εὔπλοια, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4443.

Greek Monolingual

η (Α εὔπλοια, ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα)
1. καλός πλους, ουριοδρομία, καλό και γρήγορο ταξίδι
2. επών. της Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευπλο- (του εύπλους) + κατάλ. -ια (πρβλ. αντί-πλοια, ά-πλοια)].

Greek Monotonic

εὔπλοια: ποιητ. -οΐη, ἡ (εὔπλοος), καλό ταξίδι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλοια: эп. εὐπλοίη, поэт. εὐπλοΐη ἡ счастливое плавание Hom., Aesch., Soph., Plut.

Middle Liddell

εὔπλοος
a fair voyage, Il., Soph.

English (Woodhouse)

a good voyage, good time for sailing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)