θαλάμιος
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
German (Pape)
[Seite 1181] 1) = θαλαμίτης, Thuc. 4, 32; Hesych. erkl. ὁ κατωτάτω ἐρέσσων ἐν τῇ νηΐ; nach Arcad. 40, 13 θαλαμιός zu accentuiren; App. B. C. 5, 107 ist οἱ θαλαμίαι in θαλαμῖται zu ändern. – 2) ἡ θαλαμία; sc. κώπη, das Ruder des θαλαμίτης, das kürzeste auf dem Schiffe, was substantivisch gebraucht wird, wenn Ar. Ach. 527 θαλαμιῶν τροπουμένων richtig accentuirt ist, wie auch Hesych. θαλαμίαι κῶπαι αἱ κατωτάτω, richtiger sowohl θαλαμίων, als θαλάμιαι, s. jedoch nachher; – das Loch im Schiffsbord, durch welches dies Ruder gesteckt wird, Schol. Ar. Ran. 1072 ἡ θαλαμία ὀπή, δι' ἧς ἐξέρχεται ἡ κώπη; – τοῦτον δῆσαι διὰ θαλαμίης διελόντας τῆς νεός Her. 5, 33; Ar. Pax 1198 διεὶς τὴν χεῖρα διὰ τῆς θαλαμίας, wo Bekker nach mss. θαλαμιᾶς accentuirt, so daß ein eigenes subst. θαλαμιά anzunehmen wäre.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
du rang inférieur de rames;
subst.
1 ὁ θαλάμιος c. θαλαμίτης;
2 ἡ θαλαμία (ὀπή) HDT sabord de nage ou trou par où passe la rame du rang inférieur.
Étymologie: θάλαμος.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλάμιος: -α, -ον, (κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 40. 13, θαλαμιός, ά, όν), τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς θάλαμον· ― ὡς οὐσιαστ., Ι. θαλάμιος, ὁ, = θαλαμίτης, Θουκ. 4. 32. ΙΙ. θαλαμιά, Ἰων. -ιὴ (ἐξυπακ. τοῦ κώπη), ἡ, ἡ κώπη τοῦ θαλαμίτου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 553. 2) (ἐξυπακ. τοῦ ὀπὴ) ἡ ἐν τῇ πλευρᾷ τοῦ πλοίου ὀπή, δι’ ἧς ἐξήρχετο καὶ ἐν ᾗ ἐκινεῖτο ἡ κώπη τοῦ θαλαμίτου, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα, θεῖναί τινα ἐν τῇ ὀπῇ ταύτῃ οὕτως ὥστε ἡ μὲν κεφαλὴ νὰ εἶνε ἔξω, τὸ δὲ σῶμα ἔσω, Ἡρόδ. 5. 33· οὕτω μεταφ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1232.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλάμιος: и θᾰλᾰμιός ὁ Thuc. = θαλάμαξ.