θινώδης

From LSJ
Revision as of 20:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῑνώδης Medium diacritics: θινώδης Low diacritics: θινώδης Capitals: ΘΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: thinṓdēs Transliteration B: thinōdēs Transliteration C: thinodis Beta Code: qinw/dhs

English (LSJ)

ες, like a sandy beach, sandy, Str.8.3.14; θ. ἄγκιστρον an anchor on the sand, Trag.Adesp.379.

German (Pape)

[Seite 1212] ες, dünenartig, sandig; αἰγιαλός Strab. VIII, 344; τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut. Flam. 20; θινῶδες ὡς ἄγκιστρον ἀγκύρας σάλῳ, poet. bei Plut. de virt. mor. 6, wie der Anker im Sande nicht festhaftet.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
couvert de sable, de dunes.
Étymologie: θίς, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

θῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀμμώδει ἀκτῇ, ἀμμώδης, Στράβ. 344· θινῶδες ἄγκιστρον, ἄγκυρα ἐν τῇ ἄμμῳ, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 446Α.

Greek Monolingual

θινώδης, -ες (Α) θις
1. αμμώδης
2. αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες ἄγκιστρον» — άγκυρα στην άμμο).

Russian (Dvoretsky)

θῑνώδης:
1) песчаный (τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut.);
2) находящийся на песке, брошенный на песок (ἄγκιστρον ἀγκύρας Plut.).