οἰοπολέω
From LSJ
English (LSJ)
roam alone, E.Cyc.74(lyr.): c. acc. loci, roam over, of shepherds, ὄρεος ῥάχιν οἰ. AP7.657 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vivre solitaire ; avec l'acc., errer solitaire à travers.
Étymologie: οἰοπόλος².
Greek (Liddell-Scott)
οἰοπολέω: (οἰοπόλος) βόσκω πρόβατα, ὅθεν, περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Εὐρ. Κύκλ. 74· - μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, περιπατῶ, οἰ. ὄρεος ῥάχιν Ἀνθ. Π. 7. 657.
Greek Monotonic
οἰοπολέω: μέλ. -ήσω (οἰοπόλος), φυλάω, βόσκω πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, τριγυρίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οἰοπολέω:
I οἰοπόλος I] жить в одиночестве, одиноко скитаться Eur.
II οἰοπόλος II] пасти: οἰ. τὴν ὄρεος ῥάχιν αἶγας καὶ ὄϊς Anth. пасти коз и овец у подножия горы.
Middle Liddell
οἰοπολέω, fut. -ήσω οἰοπόλος
to tend sheep, to roam the mountains, Eur.:—c. acc. loci, to roam over, Anth.