οἰοπολέω

From LSJ
Revision as of 21:39, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοπολέω Medium diacritics: οἰοπολέω Low diacritics: οιοπολέω Capitals: ΟΙΟΠΟΛΕΩ
Transliteration A: oiopoléō Transliteration B: oiopoleō Transliteration C: oiopoleo Beta Code: oi)opole/w

English (LSJ)

roam alone, E.Cyc.74(lyr.): c. acc. loci, roam over, of shepherds, ὄρεος ῥάχιν οἰ. AP7.657 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre solitaire ; avec l'acc., errer solitaire à travers.
Étymologie: οἰοπόλος².

Greek (Liddell-Scott)

οἰοπολέω: (οἰοπόλος) βόσκω πρόβατα, ὅθεν, περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Εὐρ. Κύκλ. 74· - μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, περιπατῶ, οἰ. ὄρεος ῥάχιν Ἀνθ. Π. 7. 657.

Greek Monotonic

οἰοπολέω: μέλ. -ήσω (οἰοπόλος), φυλάω, βόσκω πρόβατα, περιπλανιέμαι στα βουνά, σε Ευρ.· με αιτ. του τόπου, τριγυρίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἰοπολέω:
I οἰοπόλος I] жить в одиночестве, одиноко скитаться Eur.
II οἰοπόλος II] пасти: οἰ. τὴν ὄρεος ῥάχιν αἶγας καὶ ὄϊς Anth. пасти коз и овец у подножия горы.

Middle Liddell

οἰοπολέω, fut. -ήσω οἰοπόλος
to tend sheep, to roam the mountains, Eur.:—c. acc. loci, to roam over, Anth.