μυχόνδε

From LSJ
Revision as of 21:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχόνδε Medium diacritics: μυχόνδε Low diacritics: μυχόνδε Capitals: ΜΥΧΟΝΔΕ
Transliteration A: mychónde Transliteration B: mychonde Transliteration C: mychonde Beta Code: muxo/nde

English (LSJ)

Adv. A to the far corner, μεγάροιο ib.22.270. II inwards, Emp. 100.23.

German (Pape)

[Seite 224] ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.

French (Bailly abrégé)

adv.
au fond avec mouv.
Étymologie: μυχός, -δε.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόνδε: Ἐπίρρ., εἰς τὴν ἐν τῷ μυχῷ γωνίαν, Ὀδ. Χ. 270, Ἐμπεδ. 465.

English (Autenrieth)

to the inmost part, Od. 22.270†.

Greek Monolingual

μυχόνδε (Α)
επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. -δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν-δε, οικόν-δε)].

Greek Monotonic

μῠχόνδε: (μυχός), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική γωνία, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μῠχόνδε: adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).

Middle Liddell

μυχός
adv. to the far corner, Od.