κεραμῖτις

From LSJ
Revision as of 21:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῖτις Medium diacritics: κεραμῖτις Low diacritics: κεραμίτις Capitals: ΚΕΡΑΜΙΤΙΣ
Transliteration A: keramîtis Transliteration B: keramitis Transliteration C: keramitis Beta Code: kerami=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, of or for pottery, κεραμῖτις γῆ = potter's earth, Hp. Morb.1.17, 3.1, Plu.2.827e, Gal.2.137; κεραμῖτις, ἡ, a gem of the colour of potsherds, Plin.HN37.152 (acc. κεραμῖτην, nisi leg. κεραμῖτιν, Cat.Cod.Astr. 8(2).169, cf. 8(1).190).

German (Pape)

[Seite 1420] ιδος, ἡ, γῆ, Töpfererde; Plat. Legg. VIII, 844 b, v.l. κεραμίς; Hippocr.; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
d'argile : γῆ terre de potier.
Étymologie: κέραμος.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμῖτις: -ιδος, ἡ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κεραμευτικήν, κ. γῆ, κεραμευτικὸς πηλός, ὡς τὸ κεραμὶς ΙΙΙ, Ἱππ. 453. 23., 488 7, Πλούτ. 2. 827D· καλεῖται καὶ παρθένιος γῆ παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 321, ἄργιλλα παρὰ τῷ Γαλην.

Greek Monolingual

η (Α κεραμῑτις, -ιδος) κέραμος
φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμα
αρχ.
πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] pottenbakkers-:. κεραμῖτις γῆ = pottenbakkersaarde Hp.

Russian (Dvoretsky)

κεραμῖτις: ῐδος (ῑτ) adj. f горшечная, гончарная (γῆ Plut.).