νικάτωρ

From LSJ
Revision as of 22:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῑκάτωρ Medium diacritics: νικάτωρ Low diacritics: νικάτωρ Capitals: ΝΙΚΑΤΩΡ
Transliteration A: nikátōr Transliteration B: nikatōr Transliteration C: nikator Beta Code: nika/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for νικήτωρ, A conqueror, cult-name of Seleucus I and Demetrius, kings of Syria, OGI233, Plu.Arist.6 (pl.), etc.; Σέλευκος Ζεὺς Νικάτωρ OGI245.11. II in plural ν., οἱ, the evervictorious, epithet of the royal Macedonian bodyguard, Liv.43.19.

German (Pape)

[Seite 255] ορος, ὁ, dasselbe, VLL.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
« conquérant », surnom de Séleucos I et de Démétrios, rois de Syrie.
Étymologie: νικάω.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ νικήτωρ, νικητής, Πλουτάρχ. Ἀριστείδ. 6· ἐπώνυμον Σελεύκου τοῦ Α΄, βασιλέως τῆς Συρίας, Δέξιππ. ἐν Clinton F. H. 2. σ. 235· οἱ στρατιῶται τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς ἐκαλοῦντο νικάτορες, Λιβάν. 43. 19· - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νικατῆρες· οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν».

Greek Monolingual

νικάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. νικήτωρ.

Greek Monotonic

νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. αντί νικήτωρ, νικητής, κατακτητής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

νῑκάτωρ, ορος, ὁ, [doric for νικήτωρ
a conqueror, Plut.