μαργοσύνη

From LSJ
Revision as of 22:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαργοσύνη Medium diacritics: μαργοσύνη Low diacritics: μαργοσύνη Capitals: ΜΑΡΓΟΣΥΝΗ
Transliteration A: margosýnē Transliteration B: margosynē Transliteration C: margosyni Beta Code: margosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A gluttony, Anacr.87, Luc.Epigr.2.10. II lust, wantonness, Thgn. 1271 (pl.), A.R.3.797, al.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dérèglement, débauche.
Étymologie: μάργος.

Greek (Liddell-Scott)

μαργοσύνη: τῷ ἑπομ., Ἀνακρ. 87, Θέογν. 1271.

Greek Monolingual

μαργοσύνη, ἡ (Α) μάργος
1. λαιμαργία (τῇ θ' ὑπὸ τὴν μακρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ», Λουκιαν.)
2. ακολασία, ασέλγεια, αισχρή επιθυμία.

Greek Monotonic

μαργοσύνη: ἡ, το επόμ., σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

μαργοσύνη: (ῠ) ἡ жадность, ненасытность Anacr., Anth.

Middle Liddell

μαργοσύνη, ἡ, = μαργότης, Theogn.]