λυγόω
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
A tie fast, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα AP9.150 (Antip.); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς APl.1.15. II bend, overpower, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φρένα AP5.216 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 plier, courber;
2 lier.
Étymologie: λύγος.
Greek (Liddell-Scott)
λῠγόω: δένω σφιγκτῶς, στερεῶς, ἱμάντι κατ’ αὐχένος ἅμμα Ἀνθ. Π. 9. 150· ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθεὶς Ἀνθ. Πλαν. 15. ΙΙ. κάμπτω, καταβάλλω, δαμάζω, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φένα Ἀνθ. Π. 5. 217.
Greek Monotonic
λῠγόω: μέλ. λυγώσω, δένω σφιχτά, γερά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῠγόω:
1) завязывать (ἅμμα Anth.);
2) связывать, опутывать (φρένα τινός Anth.).