λυπρόβιος

From LSJ
Revision as of 22:43, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυπρόβῐος Medium diacritics: λυπρόβιος Low diacritics: λυπρόβιος Capitals: ΛΥΠΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: lypróbios Transliteration B: lyprobios Transliteration C: lyprovios Beta Code: lupro/bios

English (LSJ)

ον, leading a wretched life, Str.7.5.12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit tristement, misérablement.
Étymologie: λυπρός, βίος.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρόβιος: -ον, ὁ βιῶν ἀθλίως, Στράβ. 318.

Greek Monolingual

λυπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιμνόβιος, νυκτερόβιος].

Greek Monotonic

λυπρόβιος: -ον, αυτός που διάγει άθλια ζωή.

Middle Liddell

λυπρό-βιος, ον
leading a wretched life.