νεκρών
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, burial-place, IG 5(2).176 (Tegea, ii B.C.), AP7.610 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 238] ῶνος, ὁ, Begräbnißort, Pallad. 146 (VII, 610).
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
tombeau, cimetière.
Étymologie: νεκρός.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρών: -ῶνος, ὁ, τόπος ταφῆς τῶν νεκρῶν, κοιμητήριον, Ἀνθ. Π. 7. 610.
Greek Monolingual
νεκρών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος ταφής τών νεκρών, νεκροταφείο, κοιμητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. μελισσ-ών, μηλ-ών)].
Greek Monotonic
νεκρών: -ῶνος, ὁ (νεκρός), τόπος ταφής των νεκρών, κοιμητήριο, νεκροταφείο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νεκρών: ῶνος ὁ место погребения, кладбище Anth.