παράνοος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον, contr. παρά-νους, ουν, demented, A.Ag.1455(anap.).
German (Pape)
[Seite 492] zsgzg. -νους, wahnsinnig, Aesch. Ag. 1430, sichere Emend.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui a l'esprit égaré.
Étymologie: παρά, νόος.
Greek (Liddell-Scott)
παράνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, παράφρων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1455.
Greek Monotonic
παράνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αλλόφρων, τρελός, παρανοϊκός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παράνοος: стяж. παράνους 2 безрассудный, безумный Aesch.