παραψήχω

From LSJ
Revision as of 07:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψήχω Medium diacritics: παραψήχω Low diacritics: παραψήχω Capitals: ΠΑΡΑΨΗΧΩ
Transliteration A: parapsḗchō Transliteration B: parapsēchō Transliteration C: parapsicho Beta Code: parayh/xw

English (LSJ)

A rub at the side, τὸ ὄμμα Ael.NA9.16. II smooth down, τοὺς τοίχους Plu.2.641e.

German (Pape)

[Seite 509] an der Seite leise od. sanft abreiben; τοὺς τοίχους, Plut. Symp. 2, 7; Ael. H. A. 9, 16; – streicheln, u. übertr. auch mit Worten schmeicheln, Callim. Cer. 46. S. παραψύχομαι.

French (Bailly abrégé)

nettoyer en frottant de côté, acc..
Étymologie: παρά, ψήχω.

Greek (Liddell-Scott)

παραψήχω: τρίβω κατὰ τὰ πλάγια, παραψήχων τὸ ὄμμα Αἰλ. π. Ζ. 9. 16. ΙΙ. λειαίνω, καθιστῶ τι λεῖον, τοὺς τοίχους Πλούτ. 2. 641Ε. 2) μεταφορ., θωπεύω, καθησυχάζω, φᾶ δὲ παραψήχοισα κακὸν καὶ ἀναιδέα φῶτα Καλλ. εἰς Δήμ. 46 (κοινῶς παραψύχοισα).

Greek Monolingual

Α
1. τρίβω ελαφρά προς τα πλάγια («παραψήχων τὸ ὄμμα», Αιλιαν.)
2. καθιστώ λείο κάτι («παραψήχειν τοὺς τοίχους», Πλούτ.)
3. καταπραΰνω, καθησυχάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ψήχω «χαϊδεύω, τρίβω»].

Russian (Dvoretsky)

παραψήχω: вытирать (τοὺς τοίχους Plut.).