πανυπείροχος

From LSJ
Revision as of 07:54, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανῠπείροχος Medium diacritics: πανυπείροχος Low diacritics: πανυπείροχος Capitals: ΠΑΝΥΠΕΙΡΟΧΟΣ
Transliteration A: panypeírochos Transliteration B: panypeirochos Transliteration C: panypeirochos Beta Code: panupei/roxos

English (LSJ)

ον, pre-eminent, supreme, θεοί IG3.171a, cf. Opp.C.1.311, AP9.656,741, IGRom.4.415 (Pergam., iii A. D.), MAMA1.306 (Phrygia), Dioscorusin PLit.Lond.98 ii 8: neut. pl. as Advb., Opp.C.2.63, al.

German (Pape)

[Seite 465] über Alles hervorragend; Opp. Cyn. 2, 63. 3, 170; τέχνᾳ, Ep. ad. 229 a (IX, 741), vgl. ib. IX, 656.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui l'emporte sur tout, éminemment supérieur.
Étymologie: πᾶν, ὑπείροχος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνῠπείροχος: -ον, ὑπὲρ πάντας ὑπέροχος, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 63, Ἀνθ. Π. 9. 656, 741, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Ἀθηνῶν CIA. III. 171a ἐν προσθήκαις.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υπερέχει όλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὑπείροχος, ιων. τ. του ὑπέροχος.

Greek Monotonic

πᾰνῠπείροχος: -ον, αυτός που είναι ο διαπρεπέστερος όλων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνῠπείροχος: превосходящий или превзошедший всех (π. ἄστεσι γαίης, π. τέχνᾳ Anth.).

Middle Liddell

πᾰν-ῠπείροχος, ον,
eminent above all, Anth.