πολιαίνομαι

From LSJ
Revision as of 08:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐαίνομαι Medium diacritics: πολιαίνομαι Low diacritics: πολιαίνομαι Capitals: ΠΟΛΙΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: poliaínomai Transliteration B: poliainomai Transliteration C: poliainomai Beta Code: poliai/nomai

English (LSJ)

(πολιός) Pass., grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).

French (Bailly abrégé)

blanchir d'écume.
Étymologie: πολιός.

Greek (Liddell-Scott)

πολιαίνομαι: (πολιὸς) Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, π. χ. ἐπὶ τῆς ἀφριζούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· οὕτω παρὰ Κατούλλῳ 64. 13, spumis incanuit unda.

Greek Monolingual

Α πολιός
(για την αφρίζουσα θάλασσα) γίνομαι λευκός, λευκαίνω.

Greek Monotonic

πολιαίνομαι: (πολιός), Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολιαίνομαι: покрываться седой (белой) пеной, пениться (θάλασσα πολιαινομένη Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιαίνομαι [πολιός] grijs worden, van de golven van de zee. Aeschl. Pers. 110.

Middle Liddell

πολιαίνομαι, πολιός
Pass. to grow white, Aesch.