πολύαγρος

From LSJ
Revision as of 08:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́αγρος Medium diacritics: πολύαγρος Low diacritics: πολύαγρος Capitals: ΠΟΛΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: polýagros Transliteration B: polyagros Transliteration C: polyagros Beta Code: polu/agros

English (LSJ)

ον, catching much game, AP6.184 (Zos., Comp.).

German (Pape)

[Seite 659] auf der Jagd viel fangend, πολυαγρότερον αὐτὸν θές Zosim. 2 (VI, 184).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend beaucoup de gibier.
Étymologie: πολύς, ἄγρα.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ συλλαμβάνων πολλὴν ἄγραν, Ἀνθ. Π. 6. 184.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. εύ-αγρος, πάν-αγρος].

Greek Monotonic

πολύαγρος: -ον (ἄγρα), αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύαγρος: ловящий много дичи: τινὰ πολυαγρότερον θεῖναι Anth. ниспослать кому-л. побольше удачи в охоте.

Middle Liddell

πολύ-αγρος, ον, ἄγρα
catching much game, Anth.