πομπευτής
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = πομπεύς 2, Id.7.72: as adjective, π. ἵππος πάντα διδάσκεται Iamb.post Polem.p.50 Hinck. 2 organizer of a procession or marshal of a procession, Luc. Nec.16.
German (Pape)
[Seite 678] ὁ, = πομπεύς, Luc. Necyom. 16, l. d.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui figure dans une procession.
Étymologie: πομπεύω.
Greek (Liddell-Scott)
πομπευτής: -οῦ, ὁ, = πομπεὺς 2, Λουκ. Νεκυομ. 16.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πομπεύω
1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή
2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής
αρχ.
(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.
Russian (Dvoretsky)
πομπευτής: οῦ ὁ участник торжественного шествия Luc.