προσράπτω

From LSJ
Revision as of 08:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσράπτω Medium diacritics: προσράπτω Low diacritics: προσράπτω Capitals: ΠΡΟΣΡΑΠΤΩ
Transliteration A: prosráptō Transliteration B: prosraptō Transliteration C: prosrapto Beta Code: prosra/ptw

English (LSJ)

poet. impf. ποτιρράπτεσκον prob. in Eratosth.9:— stitch or sew on, τι πρός τι Hp.Art.62; τί τινι Sor.Fasc.42, D.L.6.91:—Pass., Hp.Cord.4, J.AJ3.7.5, Sor.Fasc.41; τρίβωνες προσερραμμένοι patched . ., Plu.Ages.30.

German (Pape)

[Seite 779] darauflicken, annähen, ansetzen; Plut. Agesil. 30; D. C. 72, 7.

French (Bailly abrégé)

coudre à : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ῥάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

προσράπτω: μέλλ. -ψω, ἐπιρράπτω, τι πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· τί τινι Διογ. Λ. 6. 91· τρίβωνες προσερραμμένοι, «ἐμβαλωμένοι», Πλουτ. Ἀγησ. 30.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω.

Greek Monotonic

προσράπτω: μέλ. -ψω, ράβω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, Παθ. μτχ. παρακ., τρίβωνες προσερραμμένοι, μπαλωμένα πανωφόρια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσράπτω: пришивать (τί τινι Diog. L.): τρίβωνες προσερραμμένοι Plut. заплатанные плащи.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ράπτω vastnaaien:. τὰ ὀθόνια de bandages vastnaaien Hp. Art. 62; τρίβων προσερραμμένος opgelapte jas Plut. Ages. 30.4.

Middle Liddell

fut. ψω
to stitch on: Pass., perf. part. τρίβωνες προσερραμμένοι patched coats, Plut.