πύλωμα

From LSJ
Revision as of 08:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύλωμα Medium diacritics: πύλωμα Low diacritics: πύλωμα Capitals: ΠΥΛΩΜΑ
Transliteration A: pýlōma Transliteration B: pylōma Transliteration C: pyloma Beta Code: pu/lwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, gateway, in plural, A.Th.408,799, E.Hipp.808, Ph.1113, etc.

German (Pape)

[Seite 817] τό, Verschluß durch Thore, Thor, Aesch. Spt. 390. 781, im plur., wie Eur. Phoen. 1120 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
porte.
Étymologie: πυλόω.

Greek (Liddell-Scott)

πύλωμα: [ῠ], τό, πύλη, ὁ κατὰ τὴν πύλην τόπος, εἴσοδος. Αἰσχύλ. Θήβ. 406, 799, Εὐρ. Ἱππ. 808, Φοίν. 1113, κτλ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
στον πληθ. τα πυλώματα
ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν
αρχ.
η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)].

Greek Monotonic

πύλωμα: [ῠ], -ατος, τό, πύλη, είσοδος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πύλωμα: ατος (ῠ) τό ворота Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύλωμα -ατος, τό [πυλόω] poort, ook plur.

Middle Liddell

πῠ́λωμα, ατος, τό, [from πῠλόω]
a gate, gateway, Aesch., Eur.