σοροπηγός
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
ὁ, (πήγνυμι) coffin-maker, Ar.Nu.846, AP11.122 (Callicter?), 123 (Hedyl.):— σορο-πήγιον, τό, his workshop, Poll.7.160.
German (Pape)
[Seite 913] Särge zusammenfügend; Ar. Nubb. 836; öfter in der Anth., wie Ep. ad. 448 (XI, 3), Nicarch. 30 (XI, 122), Hedyl. 5 (V, 199).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de cercueils.
Étymologie: σορός, πήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
σοροπηγός: -οῦ, ὁ (πήγνυμι) ὁ κατασκευάζων, σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 846, Ἀνθ. Π. 11. 122, 123· ― σοροπήγιον, τό, τὸ ἐργαστήριον αὐτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 160· ― σοροπηγέω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 186. 1. 6, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής φερέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο-πηγός, ναυ-πηγός.
Greek Monotonic
σοροπηγός: -οῦ, ὁ (πήγνυμι), αυτός που κατασκευάζει φέρετρα, σε Αριστοφ., Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοροπηγός -οῦ, ὁ [σορός, πήγνυμι] doodskistenmaker.
Russian (Dvoretsky)
σοροπηγός: ὁ гробовщик Arph., Anth.
Middle Liddell
σορο-πηγός, οῦ, ὁ, πήγνυμι
a coffin-maker, Ar., Anth.