συμπέτομαι

From LSJ
Revision as of 09:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπέτομαι Medium diacritics: συμπέτομαι Low diacritics: συμπέτομαι Capitals: ΣΥΜΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: sympétomai Transliteration B: sympetomai Transliteration C: sympetomai Beta Code: sumpe/tomai

English (LSJ)

fly with or together, Luc.Musc.Enc.6, Ael.NA2.48; νεβροῖς Philostr.Im.2.2.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πέτομαι), dep. med., mit, zugleich, zusammen fliegen, Luc. musc. enc. 6.

French (Bailly abrégé)

voler ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συμπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 2. 48, Φιλοστρ. Εἰκόνες σ. 812 ἐν τέλει.

Greek Monolingual

Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

συμπέτομαι: αποθ., πετώ με κάποιον ή ομαδικά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπέτομαι: лететь одновременно или вместе Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πέτομαι samen vliegen.

Middle Liddell

Dep. to fly with or together, Luc.