συμπροσψαύω
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
German (Pape)
[Seite 990] (s. ψαύω), mit berühren od. anrühren, Aesop.
French (Bailly abrégé)
tâter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, προσψαύω.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροσψαύω: προσψαύω ὁμοῦ, τινι Αἴσωπ. 329.
Greek Monolingual
Α προσψαύω
αγγίζω μαζί με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συμπροσψαύω: μέλ. -σω, χτυπώ, συγκρούομαι από κοινού, τινί, σε Αίσωπ.
Russian (Dvoretsky)
συμπροσψαύω: одновременно, прикасаться (τινί Aesop.).