συνεκλείπω

From LSJ
Revision as of 09:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκλείπω Medium diacritics: συνεκλείπω Low diacritics: συνεκλείπω Capitals: ΣΥΝΕΚΛΕΙΠΩ
Transliteration A: synekleípō Transliteration B: synekleipō Transliteration C: synekleipo Beta Code: suneklei/pw

English (LSJ)

vanish with or also, Str.10.2.12, Plu.2.415f,777a, al., Gal.12.412; Νομᾷ . . ἐν εἰρήνῃ τὴν Ῥώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε ended with his life, Plu.Comp.Lyc.Num.4.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich ausbleiben; Strab. 10, 2, 12; Plut. de defect. orac. 11 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

faire défaut en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκλείπω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκλείπω: ἐκλείπω ὁμοῦ, Στράβ. 455· τινί, μετά τινος, Πλούτ. 2. 777Α, κτλ.· Νουμᾷ συνεξέλιπεν ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Συγκρ. 4.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐκλείπω
αφήνω τη ζωή συγχρόνως με κάτι άλλο, εκλείπω συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῦ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.).

Russian (Dvoretsky)

συνεκλείπω: одновременно прекращаться, вместе кончаться (ἅμα τινί Plut.): ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε Plut. (вместе с Нумой) окончилось мирное существование Рима.