συντερετίζω

From LSJ
Revision as of 09:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντερετίζω Medium diacritics: συντερετίζω Low diacritics: συντερετίζω Capitals: ΣΥΝΤΕΡΕΤΙΖΩ
Transliteration A: synteretízō Transliteration B: synteretizō Transliteration C: synteretizo Beta Code: suntereti/zw

English (LSJ)

whistle an accompaniment, Thphr.Char.19.10.

French (Bailly abrégé)

accompagner en fredonnant.
Étymologie: σύν, τερετίζω.

Greek (Liddell-Scott)

συντερετίζω: ὁμοῦ τερετίζω, αὐλούμενος… συντερετίζειν Θεοφρ. Χαρ. 21, Schneid.

Greek Monolingual

Α
τερετίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τερετίζω «κελαηδώ, τιτιβίζω»].

Greek Monotonic

συντερετίζω: παίζω τον αυλό μαζί με άλλους, με συνοδεία άλλων αυλητών, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντερετίζω [σύν, τερετίζω] mee neuriën. Thphr. Char. 19.10.

Middle Liddell


to whistle an accompaniment, Theophr.