συντελέθω

From LSJ
Revision as of 09:36, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελέθω Medium diacritics: συντελέθω Low diacritics: συντελέθω Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΘΩ
Transliteration A: synteléthō Transliteration B: syntelethō Transliteration C: synteletho Beta Code: suntele/qw

English (LSJ)

= συντελέω III, belong to, Pi.P.9.57.

French (Bailly abrégé)

être uni à, τινι.
Étymologie: σύν, τελέθω.

Greek (Liddell-Scott)

συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.

English (Slater)

συντελέθω belong to, be counted as “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” i. e. to be her lawful possession (P. 9.57)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συντελώ.

Greek Monotonic

συντελέθω: = συντελέω III, ανήκω σε, συνυπάρχω, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

συντελέθω: быть соединенным, принадлежать (τινί Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντελέθω [σύν, τελέθω] toebehoren aan, bezit zijn van:. ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν... συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται daar zal zij haar een stuk land geven om rechtmatig bezit te zijn Pind. P. 9.57.

Middle Liddell

= συντελέω III]
to belong to, Pind.