ταυρόμορφος

From LSJ
Revision as of 09:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόμορφος Medium diacritics: ταυρόμορφος Low diacritics: ταυρόμορφος Capitals: ΤΑΥΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: taurómorphos Transliteration B: tauromorphos Transliteration C: tavromorfos Beta Code: tauro/morfos

English (LSJ)

ον, bull-formed, ὄμμα Κηφισοῦ E.Ion1261, cf. Ph.2.160, Ath.11.476a; κάνθαρος τ. PMag.Par.1.65.

German (Pape)

[Seite 1074] von Stiergestalt; ὄμμα πατρὸς ταυρόμορφον, Eur. Ion 1261; Lycophr. 1299.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à forme de taureau.
Étymologie: ταῦρος, μορφή.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόμορφος: -ον, ὁ ἐσχηματισμένος ὡς ταῦρος, ἔχων μορφὴν ταύρου, ὄμμα Κηφισσοῦ Εὐρ. Ἴων. 1261, πρβλ. Ἀθήν. 476Λ.

Spanish

tauriforme, que tiene forma de toro

Greek Monolingual

-η, -ο / ταυρόμορφος, -ον, ΝΑ, και ταυρεόμορφος, -ον, Α
αυτός που έχει μορφή ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].

Greek Monotonic

ταυρόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει μορφή ταύρου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόμορφος: быкообразный (ὄμμοι Κηφισοῦ Eur.).

Middle Liddell

ταυρό-μορφος, ον, μορφή
bull-formed, Eur.