ταυροφάγος

From LSJ
Revision as of 09:46, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροφάγος Medium diacritics: ταυροφάγος Low diacritics: ταυροφάγος Capitals: ΤΑΥΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: taurophágos Transliteration B: taurophagos Transliteration C: tavrofagos Beta Code: taurofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, bull-eating, epithet of Dionysus, S.Fr.668; applied to Cratinus by Ar.Ra.357 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1074] Stiere fressend; Dionysos, Soph. fr. 594; bei E. M. ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο, ἢ τὸν ὠμηστήν; vgl. Phot. u. Ar. Ran. 357, vom Kratinus.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mangeur de taureau (ép. de Dionysos ; et de Cratinos, à cause du taureau décerné aux poètes dithyrambiques dans certains concours).
Étymologie: ταῦρος, φαγεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων ταῦρον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀποσπ. 594· ὅθεν ὁ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 357 μεταφέρει αὐτὸ εἰς τὸν Κρατῖνον, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 52 («ταυροσφάγον: τὸν Διόνυσον Σοφοκλῆς ἐν Τυροῖ· ἀντὶ τοῦ ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο· ἢ τὸν ὠμηστήν, ἀφ’ οὗ καὶ ἐπὶ τὸν Κρατῖνον μετήνεγκε τοὔνομα Ἀριστοφάνης» Φώτιος).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που τρώει ταύρο
2. μτφ. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός του Κρατίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φάγος].

Greek Monotonic

ταυροφάγος: [ᾰ], -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει ταύρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροφάγος: (ᾰγ) поедающий быков
1) эпитет Диониса Soph.;
2) эпитет поэта Кратина Arph.

Middle Liddell

ταυρο-φάγος, ον, [φᾰγεῖν]
bull-eating, Ar.