Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τιμαλφέω

From LSJ
Revision as of 09:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμαλφέω Medium diacritics: τιμαλφέω Low diacritics: τιμαλφέω Capitals: ΤΙΜΑΛΦΕΩ
Transliteration A: timalphéō Transliteration B: timalpheō Transliteration C: timalfeo Beta Code: timalfe/w

English (LSJ)

do honour to, τ. λόγοις νίκαν Pi.N.9.54; θεοὺς τοῖσδε τ. χρεών A.Ag.922; μολόντα τ. celebrate any one's arrival, Id.Eu. 15:—Pass., σκήπτροισι τιμαλφούμενος ib.626; ὑπ' ἀστῶν . . τ. ib.807:— rare in Prose, τ. τοὺς θεούς Arist.Pol.1336b19; and in later Poetry, τ. τὰν σὰν . . θυμέλαν Sammelb.6699.2 (iii B.C.):—Epich. (Fr.214) ridiculed Aeschylus for his use of this word.

German (Pape)

[Seite 1114] verehren, verherrlichen; ὑπὲρ πολλῶν τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν, Pind. N. 9, 54; μολόντα, Jemandes Ankunft feiern, Aesch. Eum. 15; τοὺς θεούς, Ag. 896; ἄνδρα διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενον, Eum. 596; Sp., auch in Prosa, wie Arist. polit. 7, 17, θεούς; Phot. erkl. τιμαλφούμενος, τιμὴν εὑρηκώς.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
honorer, acc..
Étymologie: τιμαλφής.

Greek (Liddell-Scott)

τιμαλφέω: τιμῶ, σέβω, θεραπεύω, τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν Πινδ. Ν. 9. 130· θεοὺς τοῖσδε τιμαλφεῖν χρεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 922· μολόντα τ., ἑορτάζω τὴν ἔλευσίν τινος, ὁ αὐτ. Εὐμ. 15. - Παθ., σκήπτροισι τιμαλφούμενος αὐτόθι 626· ὑπ’ ἀστῶν... τ. αὐτόθι 807· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, οἷον παρ’ Ἀριστ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 10. - Ὁ Ἐπίχ. (παρὰ Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 626) περιγελᾷ τὸν Αἰσχύλον ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ταύτης.

English (Slater)

τῑμαλφέω do honour to εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν (N. 9.54)

Greek Monotonic

τῑμαλφέω: μέλ. τιμαλφήσω, τιμώ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμαλφέω: чтить, славить (νίκαν λόγοις Pind.; τοὺς θεούς Arst.): μολόντα τινὰ τ. Aesch. с почестями встретить кого-л.; διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενος Aesch. удостоенный Зевсом царской власти.

Middle Liddell

τῑμαλφέω, fut. -ήσω
to do honour to, Aesch.