τυροπώλης
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ου, ὁ, cheesemonger, Ar.Eq.854, Critias 70, Lib.Or.29.30.
German (Pape)
[Seite 1165] ὁ, Käseverkäufer, Käsehändler, Ar. Equ. 851.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de fromages.
Étymologie: τυρός.
Greek (Liddell-Scott)
τῡροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν τυρόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 854.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
αυτός που πωλεί τυρί, τυράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -πώλης].
Greek Monotonic
τῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει τυρί, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τῡροπώλης: ου ὁ торговец сыром Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυροπώλης -ου, ὁ [τυρός, πώλης] kaasverkoper.
Middle Liddell
τῡρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a cheesemonger, Ar.