τυφήρης

From LSJ
Revision as of 10:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφήρης Medium diacritics: τυφήρης Low diacritics: τυφήρης Capitals: ΤΥΦΗΡΗΣ
Transliteration A: typhḗrēs Transliteration B: typhērēs Transliteration C: tyfiris Beta Code: tufh/rhs

English (LSJ)

ες, made from τύφη, λύχνος AP6.249 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1165] ες, in Brand gesetzt, angezündet, brennend, λύχνος Antip. Thess. 13 (VI, 249).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui est en feu, qui brûle.
Étymologie: τῦφος, ἄρω.

Greek (Liddell-Scott)

τῡφήρης: -ες, πεποιημένος ἐκ τύφης· λύχνος Ἀνθ. Π. 6. 249.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
1. κατασκευασμένος από τύφη
2. φρ. «λύχνος τυφήρης» — λύχνος αναμμένος, λυχνάρι που καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφη (Ι) ή από το ρ. τύφομαι + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης)].

Greek Monotonic

τῡφήρης: -ες, ὁ, κατασκευασμένος από τύφη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τῡφήρης: зажженный, горящий (λύχνος Anth.).

Middle Liddell

τῡφ-ήρης, ες [from τύφη
made from τύφη, Anth.