φίλαρχος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, fond of rule or power, ambitious, Pl.Phd.82c, R.549a, Plb.6.48.8 (Sup.), Phld.Ir. p.37 W., etc.: τὸ φίλαρχον = φιλαρχία (love of rule, lust of power), Plu.2.793e.
German (Pape)
[Seite 1275] die Herrschaft liebend, herrschsüchtig; καὶ φιλότιμος Plat. Phaed. 82 c, wie Rep. VIII, 549 a; φιλαρχότατος Pol. 6, 48, 8; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le pouvoir, la domination ; τὸ φίλαρχον c. φιλαρχία.
Étymologie: φίλος, ἀρχή.
Greek (Liddell-Scott)
φίλαρχος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ ἀγαπῶν νὰ ἄρχῃ, νὰ κυβερνᾷ, νὰ ἐξουσιάζῃ, φιλόδοξος, Πλάτων ἐν Φαίδωνι 82C, ἐν Πολ. 549Α, Πολύβ., κλπ.· ― τὸ φίλαρχον = φιλαρχία, Πλούτ. 1. 793Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο / φίλαρχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κατέχεται από πάθος για εξουσία, αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο την αρχή, την εξουσία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαρχον
η φιλαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -αρχος].
Greek Monotonic
φίλαρχος: -ον (ἀρχή), αυτός που αγαπά τη δύναμη, φιλόδοξος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φίλαρχος: властолюбивый Plat., Polyb., Plut.
Middle Liddell
φίλ-αρχος, ον, ἀρχή
fond of power, ambitious, Plat.