φυκτός
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ή, όν, older and poet. form of φευκτός, to be shunned or escaped, avoidable, οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται Il.16.128, cf. Od.8.299, 14.489.
German (Pape)
[Seite 1313] bloß poet. adj. verb. von φεύγω, dem man entfliehen kann, vermeidlich, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, Il. 16, 128 Od. 8, 299. 14, 489; – auch = geflohen, vermieden, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de φεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
φυκτός: -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φευκτός, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489.
English (Autenrieth)
(φεύγω): to be escaped; neut. pl. impers., οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, ‘there is no escape more,’ Il. 16.128, Od. 8.299.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αποφύγει, φευκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. φεύγω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. με τροπή του -γ- σε -κ- προ του -τ-].
Greek Monotonic
φυκτός: -ή, -όν, αρχ. τύπος του φευκτός, αυτός που μπορεί να αποφευχθεί ή να δραπετεύσει, να φύγει, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
φυκτός: [adj. verb. к φεύγω от которого можно или дающий возможность убежать: νῦν δ᾽ οὐκέτι φυκτὰ πέλονται Hom. теперь нет уж возможности бежать.
Middle Liddell
φυκτός, ή, όν older form of φευκτός
to be shunned or escaped, avoidable, Hom.