ἀγωνοθέτης
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ου, ὁ, A judge of the contests, president of the games, or (later) exhibitor of games, Hdt.6.127, And.4.26, Decr. ap.D.18.84, IG2.314 (iii B. C.), etc. 2 generally, judge, X.An. 3.1.21; πολιτικῆς ἀρετῆς Aeschin.3.180.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -ας SEG 30.1218 (Tarento IV a.C.), 23.271.13, 74 (Tespias III a.C.)
1 juez en los juegos, autoridad que los organiza Hdt.6.127, And.4.26, SEG 30.1218, IG 22.657.39 (III a.C.), SEG 23.271.13, 74, Didyma 154.6 (II d.C.), Gerasa 192.7 (II d.C.), Fauorin.Cor.35, D.C.77.10.2, POxy.1416.5 (III d.C.), τῶν [μ] εγ[άλ] ων [Παν] ελληνίων IAE 302.7 (II d.C.)
•juez en los agones escénicos op. ἀθλοθέτης Ammon.Diff.9, Phot.α 320, Fr.Lex.II, Exc.Vat.17, Anon.Paris.11.
2 gener. juez, árbitro ἀγωνοθέται δ' οἱ θεοί εἰσιν X.An.3.1.21, ἀ. πολιτικῆς ἀρετῆς Aeschin.3.180
•de Dios, Ast.Soph.Hom.23.9, del diablo, Bas.Sel.Or.M.85.124A, del diablo y Cristo presidiendo un enfrentamiento, Gr.Naz.M.35.769B.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 agonothète, organisateur ou président des jeux publics;
2 arbitre, juge.
Étymologie: ἀγών, τίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνοθέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) κριτὴς ἐν τοῖς ἀγῶσι, πρόεδρος ἢ διευθυντὴς τῶν ἀγώνων, ἢ (μεταγεν.) ὁ συγκροτῶν ἀγῶνας, Ἡροδ. 6. 127. 3, Ἀνδοκ. 32. 31, Ψήφισμ. παρὰ Δημοσθ. 253 ἐν τέλ., συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς. 2) καθόλου, κριτής, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 21, Αἰσχίν. 79. 30.
Greek Monotonic
ἀγωνοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι),
1. κριτής σε αγώνες, διευθυντής αγώνων ή μεταγεν. διοργανωτής αγώνων, σε Ηρόδ., Αττ.
2. γενικά, κριτής, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωνοθέτης: ου ὁ
1) агонотет (устроитель или судья состязаний) Her., Dem.;
2) судья, вершитель, арбитр, Xen., Aeschin.
Middle Liddell
τίθημι
1. judge of the contests, director of the games, or (later) an exhibitor of games, Hdt., attic
2. generally, a judge, Xen., etc