χαλκομίτρας

From LSJ
Revision as of 11:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκομίτρας Medium diacritics: χαλκομίτρας Low diacritics: χαλκομίτρας Capitals: ΧΑΛΚΟΜΙΤΡΑΣ
Transliteration A: chalkomítras Transliteration B: chalkomitras Transliteration C: chalkomitras Beta Code: xalkomi/tras

English (LSJ)

α, ὁ, with μίτρη of bronze, Κάστωρ Pi.N. 10.90 (to be restored for χαλκεομ-):—also χαλκό-μιτρος, ον, Lyc. 997.

German (Pape)

[Seite 1331] = χαλκεομίτρας, Κάστωρ Pind. N. 10, 90.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m.
à la ceinture garnie d'airain ou de cuivre.
Étymologie: χαλκός, μίτρα.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκομίτρας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μίτραν ἢ ζώνην ἐκ χαλκοῦ, Κάστωρ Πινδ. Ν. 10. ἐν τέλ. (ὡς ὁ Böckh διορθοῖ ἀντὶ χαλκεομ-, ὃ ἴδε)· ― ὡσαύτως χαλκόμιτρος, ον, Λυκόφρ. 997.

English (Slater)

χαλκομίτρας with bronze belt χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) (N. 10.90)

Greek Monolingual

και χαλκεομίτρας και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α
αυτός που έχει χάλκινο κάλυμμα κεφαλής ή χάλκινη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- / χαλκεο- + -μίτρας (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. χρυσο-μίτρης].

Greek Monotonic

χαλκομίτρας: -α, ὁ, αυτός που έχει μίτρα ή ζώνη από χαλκό, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκομίτρας: α adj. m имеющий на себе пояс с медной или бронзовой отделкой (Κάστωρ Pind.).