ἀζαίνω
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
(ἄζὠ dry, parchup, aor. subj.ἀζήνη, -ήνησι Nic.Th.205, and v.l. in 368:—Pass., ἀζαίνεται (as v.l. for αὐαίνεται) ib.339: aor. ἀζάνθη Hsch.
German (Pape)
[Seite 43] austrocknen, Σείριος ὕδωρ Nic. Th. 367; pass., χείλη ἀζαίνεται ὑπὸ δίψης 339, vgl. ἀζάνομαι u. καταζαίνω.
French (Bailly abrégé)
dessécher.
Étymologie: ἄζα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀζαίνω: (ἄζω) ξηραίνω˙ καταξηραίνω˙ ἀόρ. ὑποτακτ. ἀζήνῃ -ήνῃσι, Νικ. Θ. 205, 368. (ὁ Schneid. ἀναγινώσκει καὶ αὐαιν- κατὰ Κώδ. ΙΙ.). Παθ. ἀζαίνεται, (Schneid. αὐαίνεται), αὐτόθι 339˙ πρβλ. ἀζάνω, καταζαίνω.
Spanish (DGE)
secar, desecar εἰσόκε λάχνην Σείριος ἀζήνῃ Nic.Th.205, ἀζάνθη· ἐξηράνθη Hsch.
• Etimología: Cf. ἄζα.