ἀμφικρέμαμαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικρέμαμαι Medium diacritics: ἀμφικρέμαμαι Low diacritics: αμφικρέμαμαι Capitals: ΑΜΦΙΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: amphikrémamai Transliteration B: amphikremamai Transliteration C: amfikremamai Beta Code: a)mfikre/mamai

English (LSJ)

Pass., A hang round, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, cf. O.7.24. ἀμφικρεμής, ές, overhanging, σκόπελος AP9.90 (Alph.). 2 hanging round shoulder, φαρέτρη APl.4.212 (Alph.); χλαμύς App.Anth.3.166 (Procl.). ἀμφίκρημνος, ον, with cliffs all round, ἄγκος E.Ba.1051. II melaph., ἀπάτη ἀ. deceit which is always on the edge of the precipice, Ps.-Luc.Philopatr.16.

Spanish (DGE)

estar colgado alrededor de, pender sobre φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, c. tmesis ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25.

German (Pape)

[Seite 140] (s. κρεμάννυμι), rings umschweben, ἐλπίδες φρένας Pind. I. 2, 43.

French (Bailly abrégé)

être suspendu autour de ou sur, acc..
Étymologie: ἀμφί, κρέμαμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρέμαμαι: παθ., κρέμαμαι ὁλόγυρα, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Πινδ. 1. 2. 64, πρβλ. Ο. 7. 44.

English (Slater)

ἀμφικρέμαμαι pass. c. acc., hang round ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφᾰκρέμανται ἐλπίδες 1. 2. 43.

Greek Monolingual

ἀμφικρέμαμαι (Α)
κρέμομαι γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρέμομαι].

Greek Monotonic

ἀμφικρέμᾰμαι: Παθ., κρέμομαι ολόγυρα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικρέμᾰμαι: досл. висеть вокруг, перен. носиться, парить (φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pind.).

Middle Liddell

to hang round, Pind.