ἀμφικρέμαμαι
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
Pass., A hang round, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, cf. O.7.24. ἀμφικρεμής, ές, overhanging, σκόπελος AP9.90 (Alph.). 2 hanging round shoulder, φαρέτρη APl.4.212 (Alph.); χλαμύς App.Anth.3.166 (Procl.). ἀμφίκρημνος, ον, with cliffs all round, ἄγκος E.Ba.1051. II melaph., ἀπάτη ἀ. deceit which is always on the edge of the precipice, Ps.-Luc.Philopatr.16.
Spanish (DGE)
estar colgado alrededor de, pender sobre φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pi.I.2.43, c. tmesis ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25.
German (Pape)
[Seite 140] (s. κρεμάννυμι), rings umschweben, ἐλπίδες φρένας Pind. I. 2, 43.
French (Bailly abrégé)
être suspendu autour de ou sur, acc..
Étymologie: ἀμφί, κρέμαμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικρέμαμαι: παθ., κρέμαμαι ὁλόγυρα, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Πινδ. 1. 2. 64, πρβλ. Ο. 7. 44.
English (Slater)
ἀμφικρέμαμαι pass. c. acc., hang round ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφᾰκρέμανται ἐλπίδες 1. 2. 43.
Greek Monolingual
ἀμφικρέμαμαι (Α)
κρέμομαι γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρέμομαι].
Greek Monotonic
ἀμφικρέμᾰμαι: Παθ., κρέμομαι ολόγυρα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφικρέμᾰμαι: досл. висеть вокруг, перен. носиться, парить (φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Pind.).