ἀντινικάω
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
English (LSJ)
conquer in turn, A.Ch.499, cf. D.C.48.21.
Spanish (DGE)
(ἀντινῑκάω)
abs. obtener una victoria en revancha εἴπερ κρατηθείς γ' ἀντινικῆσαι θέλεις A.Ch.499
•c. ac. vencer a su vez τὸν ... ταμίαν D.C.48.21.5.
German (Pape)
[Seite 256] dagegen siegen, Aesch. Ch. 492.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vaincre à son tour.
Étymologie: ἀντί, νικάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντινῑκάω: ἡττηθεὶς νικῶ, εἴπερ κρατηθείς γ’ ἀντινικῆσαι θέλεις Αἰσχύλ. Χο. 499, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 21.
Greek Monotonic
ἀντινῑκάω: μέλ. -ήσω, κατακτώ με τη σειρά μου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντινῑκάω: побеждать в свою очередь Aesch.