ἀντεπάγω
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
English (LSJ)
[ᾰγ], A lead against: abs. (sc. στρατόν or the like ), advance against, advance to meet an enemy, Th.4.124, Plb.12.18.11, etc. II inflict in return, ποινήν τινι Aristaenet.2.9. III introduce as a counter-measure, ἀλεξήματα Onos.30. ἀντεπακτέον, one must march against, πρός τινα Id.21.6.
Spanish (DGE)
1 c. ac. y dat. pers. dirigir a su vez en contra οἷς τοὺς Ῥωμαίους ... ἀντεπαγαγών D.C.Epit.7.13.8, πόδα γὰρ ἀντὶ ποδός ... ἀντεπάγειν ... τοῖς ἀδικοῦσιν ἐκέλευε (la ley) ordenaba tomar represalias contra los que causan mal Cyr.Al.M.74.589A
•abs. contraatacar ἀντεπαγαγόντες Th.4.124, τοὺς δὲ γενναίως δεξαμένους ἀντεπάγειν Callisth.Olynth.35.
2 fig. imponer a su vez ποινήν τινι Aristaenet.2.9.8
•introducir a su vez ἡ δὲ πίστις ἕδρασμα ἀγάπης ἀντεπάγουσα τὴν εὐποιίαν Clem.Al.Strom.2.6.30
•introducir como medida contraria ἀλεξήματα Onas.30
•objetar a su vez τὴν ἴσην ... πρότασιν Cyr.Al.M.75.88C.
German (Pape)
[Seite 246] (s. ἄγω), dagegen zum Angriff führen, Arr.; ἀντ. ποινήν τινι, Einem eine Buße dafür auflegen, Aristaen. 2, 9. – Gew. (sc. τὸν στρατόν) intrans., dagegen, d. i. gegen einen anrückenden Feind ebenfalls anrücken, Thuc. 4, 124; Pol. 12, 18; Luc Tox. 54.
French (Bailly abrégé)
conduire (des troupes) contre, marcher contre.
Étymologie: ἀντί, ἐπάγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπάγω: (ἐξυπακ. Στρατὸν ἢ ἄλλο τι ὅμοιον) = ἄγω τὸν στρατὸν ἐναντίον ἐπερχομένων πολεμίων, Θουκ. 4. 124, Πολύβ. 12. 18, 11, κτλ. ΙΙ. ἀντεπιβάλλω, ποινήν τινι Ἀρισταίν. 2. 9.
Greek Monolingual
ἀντεπάγω (Α)
1. οδηγώ τον στρατό εναντίον επερχόμενων εχθρών
2. επιβάλλω κι εγώ κάποια ποινή.
Greek Monotonic
ἀντεπάγω: μέλ. -ξω, οδηγώ εναντίον· αμτβ., προελαύνω ενάντια σε, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπάγω: идти в (контр)атаку Thuc., Polyb., Luc.