ἀπείριτος
English (LSJ)
ον, = ἀπειρέσιος, Od.10.195, Hes.Th.109; boundless, immense, νῆσος D.P.4; γαῖα Orph.Fr.91, al.: neuter plural as adverb, ἀπείριτα δηριόωντες Timo12.
Spanish (DGE)
(ἀπείρῐτος) -ον
• Alolema(s): lacon. ἀπήρ- Alcm.7.1.14
1 infinito, ilimitado, inmenso πόντος Od.10.195, Hes.Th.109, Nonn.D.27.41, γαῖα Hes.Th.878, Orph.Fr.91, αἶα Epic.Alex.Adesp. en POxy.2816.2.14, ref. al conjunto de las tierras que emergen del océano νῆσος ἀ. D.P.4, τύμβος Nonn.D.40.221, cf. Par.Eu.Io.1.10, 6.10, A.R.3.1239, Mesom.2.11, Q.S.3.386, Sch.A.Th.83
•fig. sin límites κάλλος A.R.Fr.7, ὄλβος Hes.Sc.204.
2 inextricable, impenetrable σχοίνῳ βατιᾷ τ' ἐν ἀπειρίτῳ Pi.O.6.54.
3 neutr. como adv. sin fin, incesantemente ἀπείριτα δηριόωντες Timo 12, en sg. ἀπείριτον ὁμάδησαν A.R.3.971.
German (Pape)
[Seite 285] unendlich, Od. 10, 195 πόντος; Hes. Th. 109; oft sp. D., z. B. νῆσος Dion. Per. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
infini, immense.
Étymologie: ἄπειρος².
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρῐτος: ον ἀπειρέσιος, Ὀδ. Κ. 195, Ἡσ. Θ. 109.
English (Autenrieth)
= ἀπειρέσιος, Od. 10.195†.
English (Slater)
ἀπείρῐτος, -ον impenetrable (v. W. Schulze, Q. E., 116̆{3}) βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ (ἀπειρά(ν)τῳ codd.; ἀπειρίτῳ Heyne) (O. 6.54)
Greek Monolingual
ἀπείριτος, -ον (Α)
απειρέσιος.
Greek Monotonic
ἀπείρῐτος: -ον, = ἀπειρέσιος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείριτος: Hom., Hes. = ἄπειρος II.
Middle Liddell
= ἀπειρέσιος, Od., Hes.]