ἀποσκηνόω

From LSJ
Revision as of 13:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκηνόω Medium diacritics: ἀποσκηνόω Low diacritics: αποσκηνόω Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΟΩ
Transliteration A: aposkēnóō Transliteration B: aposkēnoō Transliteration C: aposkinoo Beta Code: a)poskhno/w

English (LSJ)

A keep apart from, τὰ ὦτα τῶν Μονσῶν Plu.2.334b: also intr. in Act., μακρὰν ἀ. τῶν ἰδίων Id.2.627a, cf. Eum.15, Demetr.9. 2 remove one's habitation, LXX Ge.13.18.

Spanish (DGE)

I intr.
1 levantar las tiendas ἀποσκηνώσας Αβραμ ἐλθὼν κατῴκησεν παρὰ τὴν δρῦν LXX Ge.13.18.
2 acampar aparte, montar la tienda a cierta distancia τοὺς ἐσχάτους τῶν πρώτων ἀποσκηνοῦν ὁμοῦ τι χιλίους σταδίους Plu.Eum.15, cf. Demetr.9
fig. alejarse, distar μακρὰν ... τών ἰδίων Plu.2.627a.
II tr., fig. alejar, mantener apartado οὕτω μακρὰν ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν Μουσῶν Plu.2.334b.

German (Pape)

[Seite 324] 1) entfernt sein Zelt aufschlagen, lagern, πόῤῥω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Xen. An. 3, 4, 35; ἀπεσκήνωσε χωρίς Plut. Demetr. 9; μὴ ἀποσκήνου τῶν ἰδίων (wo man ἀποσκηνοῦ ändern will) Symp. 1, 9, 1; übertr., entfernt halten, ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Alex. fort. 2, 1. – 2) aus dem Lager aufbrechen, LXX.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre à part, fig. être étranger à, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκηνόω: ἔχω ἢ τηρῶ τι μακράν τινος, ἀπεσκηνώκει μακρὰν τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Πλούτ. 2. 334Β: ― Παθ., = ἀποσκηνέω, ὁ αὐτ. 2. 627Α· ἀλλ. ὡσαύτως, ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. Εὐμ. 15, Δημήτρ. 9· (ἴδε ἀποσκηνέω). 2) μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου, ἀλλάσσω κατοικίαν, Ἑβδ. (Γεν. ιγ΄, 18).

Greek Monotonic

ἀποσκηνόω: μέλ. -ώσω·
I. κρατώ κάτι μακριά από κάποιον, σε Πλούτ.
II. = ἀποσκηνέω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκηνόω: = ἀποσκηνέω.

Middle Liddell

[From ἀπόσκηνος
I. to keep apart from, Plut.
II. = ἀποσκηνέω, Plut.