ἀπορρᾳθυμέω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
leave off in faintheartedness or laziness, τινός X. Mem.3.7.9: abs., Pl.R.449c, D.8.75. Adv. ἀπορρᾱθῡμ-ήτως, v.l. for ἀποραμυθήτως, Jul.Or.8.252a.
Spanish (DGE)
1 renunciar por pereza τούτου X.Mem.3.7.9.
2 abs. tomar el camino más cómodo Pl.R.449c, D.8.75, Lib.Or.18.230, Them.Or.2.25b.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se laisser aller à la mollesse ; ἀπ. τινος se relâcher ou s'abstenir, par mollesse, de qch, négliger par mollesse.
Étymologie: ἀπό, ῥᾳθυμέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρᾳθῡμέω: παραμελῶ τι ἕνεκεν ἀδιαφορίας ἢ ῥαθυμίας, μ. γεν, μὴ οὖν ἀπορρᾳθύμει τούτου, ἀλλὰ διατείνου μᾶλλον πρὸς τὸ σεαυτοῦ προσέχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· ἀπολ., Πλάτ. Πολ. 449C, Δημ. 108. 21: πρβλ. ἀποδειλιάω. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπορρᾳθύμησις, ἡ, Βυζ. καὶ ἐπίρρ. ἀπορρᾳθυμήτως Ἰουλαν. 252Α.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορρᾳθῡμέω: упускать по небрежности или лени (Plat., Dem.; τινος Xen.).
Middle Liddell
to neglect a thing from faintheartedness or laziness, c. gen., Xen.; absol., Plat.