ἀρτιάκις
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. an even number of times, opp. περιττάκις, Pl.Prm.144a, Plu.2.429d; ἄρτια ἀ. even times even, of powers of two, Pl.Prm.143e, cf. Ascl.Tact.2.7.
Spanish (DGE)
adv. un número par de veces ἄρτιά τε ἄρα ἀ. ἂν εἴη habrá números pares un número par de veces Pl.Prm.143e, ἀ. ἄρτιος ἀριθμός Euc.7 Def.88, cf. Ascl.Tact.2.7, Nicom.Ar.1.8.4, Aristid.Quint.128.20
•περιττὰ ἀ. números impares un número par de veces Pl.Prm.144a.
German (Pape)
[Seite 361] mit 2 od. einer geraden Zahl multiplicirt, Plut. def. orac. 36; ἄρτιος, gerade mal gerade, von den Zahlen, die, mit 2 dividirt, wieder eine gerade Zahl geben, Ggstz περισσάκις, Plat. Parm. 143 e; vgl. Nicom. ar. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un nombre de fois pair.
Étymologie: ἄρτιος, -ακις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιάκις: [ᾰ], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ περισσάκις, ἡ δὲ πεντὰς ἂν μὲν ἀρτιάκις λαμβάνηται, τὸν δέκα ποιεῖ τέλειον, ἐὰν δὲ περισσάκις, ἑαυτὸν πάλιν ἀποδίδωσιν Πλούτ. 2. 429D· ἄρτιά τε ἄρα ἀρτιάκις ἂν εἴη καὶ περιττὰ περιττάκις κτλ. Πλάτ. Παρμ. 144Α· ἀρτιάκις ἄρτιος, ἐπὶ ἀριθμοῦ ὅστις διαιρούμενος διὰ τοῦ δύο δίδει πηλίκον ἄρτιον, Πλάτ. Παρμ. 143Ε κἑξ.
Greek Monolingual
ἀρτιάκις επίρρ. (Α) άρτιος
σε άρτιες, σε ζυγές φορές.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιάκις: adv. четное число раз (ἄρτια ἀ. Plat.; ἀ. λαμβάνεσθαι Plut.).