ἀσπιστής
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one armed with a shield, warrior, Hom. (in Il.) always in gen. pl. ἀσπιστάων, Il.4.90, al.:—as Adj., ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων, i.e. the shield of Achilles, E.El.444 (dub.l.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀσπιστάς E.Io 198
1 guerrero armado con escudo ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων Il.4.221, 11.412, cf. 5.577, 8.155, ἀ. Ἰόλαος E.l.c., σὺν Μυρμιδόνων ἀσπισταῖς E.IA 1069, στρατὸς ἀσπιστάων Orác. en Paus.4.32.5.
2 adj. portador de escudo κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων λαῶν Il.4.90, 201, cf. 8.214, 13.680, 16.490
•consistente en escudos μόχθους ἀσπιστάς E.El.443.
German (Pape)
[Seite 374] ὁ, mit einem Schilde versehen; Hom. ἀσπιστάων Versende Iliad. 4, 90. 201. 221. 5, 577. 8, 155. 214. 11, 412. 13, 680. 16, 490. 541. 593; auch sonst bei Dichtern, ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων Eur. El. 444, Schildwerk der Waffen, d. i. Waffen, deren Hauptstück der Schild war.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
armé d'un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπιστής: -οῦ, ὁ, ὁ δι’ ἀσπίδος ὡπλισμένος, πολεμιστής, Ὅμ. (ἐν. Ἰλ.) ἀείποτε κατὰ γεν. πληθ. ἀσπιστάων Ἰλ. Δ. 90, κτλ.· ὡς ἐπίθ., Νηρῇδες δ’ Εὐβοῖδας ἀκτὰς λιποῦσαι Ἡφαίστου χρυσέων ἀκμόνων μόχθους ἀσπιστὰς ἔφερον τευχέων, περὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως ἣν περιγράφει ὁ Ὅμηρος, Εὐρ. Ἡλ. 443.
English (Autenrieth)
= ἀσπιδιώτης, only pl., warriors. (Il.)
Greek Monotonic
ἀσπιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος με ασπίδα, πολεμιστής, γεν. πληθ. ἀσπιστάων, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ., ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων, δηλ. η ασπίδα του Αχιλλέα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπιστής: οῦ adj. m щитовой, оружейный: Ἡφαίστου μόχθοι ἀσπισταὶ τευχέων Eur. щит работы Гефеста.
οῦ ὁ воин, боец Hom.
Middle Liddell
ἀσπίς
one armed with a shield, a warrior, gen. pl. ἀσπιστάων, Il.:—as adj., ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων, i. e. the shield of Achilles, Eur.