ἀσυμφωνία

From LSJ
Revision as of 14:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμφωνία Medium diacritics: ἀσυμφωνία Low diacritics: ασυμφωνία Capitals: ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ
Transliteration A: asymphōnía Transliteration B: asymphōnia Transliteration C: asymfonia Beta Code: a)sumfwni/a

English (LSJ)

ἡ, want of harmony, discord, Pl.Lg.861a, Ph.1.5; incoherence, πολλῆς ἀσυμφωνίας ἔγεμεν ὁ λόγος Carneisc.Herc.1027.10.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): át. ἀξυμ- Pl.Lg.861a
1 mús. y gram. disonancia περιίσταται γὰρ τὸ ὅλον εἰς ἀσυμφωνίαν Aristid.Quint.11.21, cf. Priscian.Inst.2.371.5.
2 fig. falta de acuerdo o armonía ταραχή τε καὶ ἀξυμφωνία Pl.l.c., ἀσυμφωνίας μεστή Ph.1.5, ἃ ... οὐδεμίαν ἕξει μάχην σχόντα ἄν τινα ἀσυμφωνίαν las cuales ... no tendrán problema aún cuando tengan alguna contradicción de las palabras del Timeo, Plot.3.4.5, τὴν γὰρ ἔχθραν ἀσυμφωνίαν εἶναι Chrysipp.Stoic.3.166, ὁμολογεῖν δεήσει καὶ τοῦτο τῆς αὐτῆς ἀσυμφωνίας ἔχεσθαι S.E.M.8.186, ἀ. τοῦ κόσμου Hippol.Haer.5.8.22, ἀκαταστασίαι καὶ ἀσυμφωνίαι Hippol.Dan.4.6.4
discrepancia entre autores, Tat.Orat.31
incoherencia de un razonamiento, Praxiph.7.10, ἀσυμφωνίας καὶ διαφορᾶς λύσις del pensamiento platónico, Plu.2.1015f.

German (Pape)

[Seite 380] ἡ, Mangel an Einklang, Uneinigkeit, neben ταραχή Plat. Legg. IX, 861 a; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d'accord, dissonance.
Étymologie: ἀσύμφωνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμφωνία: παλ. Ἀττ. ἀξυμφωνία, ἡ, ἔλλειψις συμφωνίας, ἁρμονίας, διαφωνία, παραφωνία, Πλάτ. Νόμ. 861Α. Τὸ ῥῆμα ἀσυμφωνέω μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλωτίνου.

Greek Monolingual

η (Α ἀσυμφωνία και ἀξ-)
έλλειψη συμφωνίας, διαφωνία, διαφορά
αρχ.
έλλειψη μουσικής αρμονίας.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμφωνία: староатт. ἀξυμφωνία ἡ несозвучность, нестройность, неслаженность Plat., Plut.

English (Woodhouse)

clashing, disagreement, discordance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)