ἄκολπος

From LSJ
Revision as of 14:08, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκολπος Medium diacritics: ἄκολπος Low diacritics: άκολπος Capitals: ΑΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: ákolpos Transliteration B: akolpos Transliteration C: akolpos Beta Code: a)/kolpos

English (LSJ)

ον, without sinus genitalis, of the pipe-fish, Ael.NA15.16.

Spanish (DGE)

-ον que carece de matriz del pez aguja, Ael.NA 15.16.

German (Pape)

[Seite 76] ohne Busen, Ael. A. H. 15, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans baies ou golfes.
Étymologie: , κόλπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκολπος: -ον, ἄνευ κόλπου, δηλ. κοιλίας, Αἰλ. Περὶ Ζῴων 15.16.

Greek Monolingual

-ο (Α ἄκολπος, -ον) κόλπος
νεοελλ.
η παραλία ή η χώρα που δεν έχει κόλπους
αρχ.
αυτή που δεν έχει κόλπο, κοιλιά (γενικότερα).