ἐνστάτης

From LSJ
Revision as of 14:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνστᾰ́της Medium diacritics: ἐνστάτης Low diacritics: ενστάτης Capitals: ΕΝΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: enstátēs Transliteration B: enstatēs Transliteration C: enstatis Beta Code: e)nsta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, adversary, S.Aj.104, Ael.Fr.248.

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [-ᾰ-]
adverso, contrario, hostil ὁ τῷ οἴκῳ αὐτῷ γεγενημένος ἐ. δαίμων Ael.Fr.23, cf. 246, ὁ δῆμος παρῆν ... ἐ. καὶ ἐναγώνιος Synes.Ep.66 (p.107.1)
subst. ὁ ἐ. rival, enemigo Ὀδυσσέα τὸν σὸν ἐνστάτην λέγω S.Ai.104.

German (Pape)

[Seite 852] ὁ, Gegner, Widersacher, Soph. Ai. 104 u. Sp., bes. der Gegner im Proceß.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. qui se dresse contre, qui barre le chemin ; adversaire, ennemi.
Étymologie: ἐνίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἀντίπαλος, ἐχθρός, Σοφ. Αἴ. 104, Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ.

Greek Monolingual

ἐνστάτης, ο (Α) ενίστημι
1. αντίπαλος, εχθρός
2. (για αντίδικους) αυτός που υποβάλλει συνεχώς ενστάσεις.

Greek Monotonic

ἐνστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐνίσταμαι), αντίπαλος, εχθρός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνστάτης: ου (ᾰ) ὁ противник Soph.

Middle Liddell

ἐνστᾰ́της, ου, [ἐνίσταμαι]
an adversary, Soph.