ἐνουρέω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
aor. 1 ἐνεούρησα Eup.45:—make water in, ἔς τι Hdt.1.138, 2.172; εἰς τὰ ὦτα Porph.Abst.3.3; ἔν τινι Hermipp.82.1: abs., ὥσπερ ἐνεουρηκότες like piss-a-beds, Ar.Lys.402, cf. Arist.Pr.876a15, Dsc.Eup.2.106, Paul.Aeg.3.45.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. ἐνεούρησεν Eup.51; perf. part. ac. plu. masc. ἐνεουρηκότας Ar.Lys.402]
1 orinar, mear en c. giro prep. o dat., c. εἰς: ἐς ποταμὸν δὲ οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (los persas), Hdt.1.138, ἐς τὸν (ποδανιπτῆρα) ... ἐνεμέειν καὶ ἐνουρέειν Hdt.2.172, cf. Gal.12.287, εἰς τὴν ἀμίδα Luc.Merc.Cond.4, εἰς τὰ ὦτα para anular algún tipo de poder sobrenatural, Porph.Abst.3.3, c. dat. loc. ἐχῖνος ... ὅταν γοῦν ἁλίσκηται, ... ἐνεούρησε τῷ δέρματι Ael.NA 4.17, ποταμῷ Par.Vat.40, c. otras prep. ἐνούρει ἐν τῷ μέσῳ οὐκ αἰδούμενος τὰς γυναῖκας de un cínico, Luc.Symp.35, de los perros ἐπαίρων τὸ ἕτερον τῶν ὀπισθίων σκελῶν ἐνουρεῖν ... πρός τι τῶν ἐξεχόντων τῆς γῆς Gal.12.295.
2 mearse, orinarse encima ref. a la incontinencia de los ancianos, Eup.l.c., Ar.l.c.
•gener. en pres. sufrir de incontinencia esp. durante el sueño οἱ νέοι ἐν τοῖς βαθυτάτοις ὕπνοις μάλιστα ἐνουροῦσιν Arist.Pr.876a25, cf. Diog.4, κατὰ τοὺς ὕπνους Aët.11.25 tít., cf. Dsc.Eup.2.106, Paul.Aeg.3.45.13 (tít.).
German (Pape)
[Seite 850] (s. οὐρέω), hineinpissen; εἴς τι, Her. 2, 172; Luc. de merc. cond. 4; ἔν τινι, Hermipp. bei Ath. I, 29 e; ins Bett, einpissen, Diosc.; τινί, anpissen, Arist. probl. 3, 34; absol., ὥσπερ ἐνεουρηκότες, als hätten wir uns bepißt, Ar. Lys. 403.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐνεούρησα, pf. ἐνεούρηκα;
uriner dans ou sur, càd ne pouvoir retenir son urine.
Étymologie: ἐν, οὐρέω¹.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνουρέω: ἀόρ. ἐνεούρησα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 12: - οὐρῶ εἴς τι ἢ ἔν τινι, ἐς ποταμὸν δὲ οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (οἱ Πέρσαι) Ἡρόδ. 1. 138., 2. 172· ἐνουροῦσι... στρώμασιν ἐν μαλακοῖς Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2: ἀπολ., ὥστε θαἰματίδια σείειν πάρεστιν ὥσπερ ἐνεουρηκότας, ὡς νὰ τὰ κατουρήσαμεν, Ἀριστοφ. Λυσ. 402, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 34.
Russian (Dvoretsky)
ἐνουρέω: испускать мочу, мочиться (εἴς τι Her., Luc.; ἐν τοῖς ὕπνοις Arst.; ὥσπερ ἐνεουρηκώς Arph.).