ἐξοιστράω
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
or ἐξοιστρ-έω, A make wild, madden, -εῖν Luc.DMar.10.2:— Pass., -ᾶται Ael.NA15.19; ἐξοιστρημένοι Vett.Val.356.6. II intr., rave, -ᾶν (v.l. -εῖν) Ph.1.380; go mad, -εῖν Sch.Od.22.299: aor. -ήσασα v.l. in Palaeph.42.1.
German (Pape)
[Seite 885] verstärktes simplex, Ael. H. A. 15, 19.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre furieux litt. par la piqûre d'un taon.
Étymologie: ἐξ, οἰστράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοιστράω: ἢ -έω, καθιστῶ τινα μανιώδη, κάμνω αὐτὸν νὰ μαίνηται, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 2, Αἰλ. π. Ζ. 15. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι μανιώδης, μαίνομαι, Παλαίφ. ἐν Ἀδήλ. 43. 1. Κατὰ Σουΐδ. «ἐξοιστρηθείς, μανείς, παρορμηθείς, ἐρεθισθείς».
Greek Monotonic
ἐξοιστράω: ή -έω, μέλ. -ήσω, εξαγριώνω, τρελαίνω, σε Λουκ.