ἐξεργαστικός

From LSJ
Revision as of 15:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεργαστικός Medium diacritics: ἐξεργαστικός Low diacritics: εξεργαστικός Capitals: ΕΞΕΡΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exergastikós Transliteration B: exergastikos Transliteration C: eksergastikos Beta Code: e)cergastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A able to accomplish, τινός X.Mem.4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου diligent inquiry, A.D.Synt.312.9. II Adv. -κῶς elaborately, in detail, Phld.Rh.1.156S., Piet.19: Comp. -ώτερον Corn. ND35, A.D.Synt.282.10.

German (Pape)

[Seite 877] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exécuter;
Sp. ἐξεργαστικώτατος.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεργαστικός: ή, ον, ἱκανὸς ὅπως κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιτετμημένως.

Greek Monolingual

ἐξεργαστικός, -ή, -όν (Α) εξεργασία
1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν
η εκζήτηση.

Greek Monotonic

ἐξεργαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, τινος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεργαστικός: способный совершить или довести до конца (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).

Middle Liddell

ἐξεργαστικός, ή, όν [from ἐξεργάζομαι adj
able to accomplish, τινος Xen.